Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ: ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΦΥΤΡΩΝΕΙ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΠΟΥ ΟΙ ΕΝΤΟΠΙΟΙ ΤΟ ΛΕΝ «ΜΑΓΝΟΛΙΑ»

 

… πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της χαρά. Αλλιώς να τη φοβάσαι…

τα σπέρματα των λυκανθρώπων

κουράζουν τα πηδάλια του ορίζοντος
ρίχτουν αναμμένες φλογέρες
μέσα στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται

στα πυκνά κλαριά των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο των παιδιών

εγώ όμως
 
βάζω κόκκινα λουλούδια μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι ολόγυμνος
μέσα σε κήπους πορφυρούς
χάνομαι μέσα σε σκοτεινές σπηλιές
που κρύφτουν βαθιά ραφτομηχανές
και ψάρια κίτρινα
που μιλούν σα λουλούδια

κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος των αστραπών
αυτός που λεν - σα βραδιάζει
 -
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες της πλεκτάνης
στα σάβανα της πορείας
εν ώρα νυκτός
όταν πεθαίνει ένα πουλί
σα θειαφοκέρι

κι έτσι πέφτουν - σταλαματιά, σταλαματιά
 -
στους κρόταφους των απεγνωσμένων κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια των απογοητευμένων
κι ένα βαρύ σύννεφο
από μακριά ξανθά μαλλιά - με μάτια φαιά
 -
πετάει αθόρυβα μες σε στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια και γυπαετοί

κι είναι η σιωπή φωτιά
μιαν ανεμόσκαλα που τοποθετούν
προσεκτικά στα χείλια
κι ένα άσπρο άλογο
που είναι ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο άλογο
σαν σημαία

και τρέχω πάνω στα νερά - ακούραστα
 -
με το λυρικό ποδήλατο
με την περικεφαλαία της αγάπης

κι όταν φτάσω στο τελευταίο σκαλί
της σκοτεινής αυτής σκάλας
κι ανοίξω την πόρτα του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο ήτανείναι -
  ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική και ζωγραφιές

-ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια ριγμένα
μέσα στον κήπο
 

σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε σα σημαίες
κι ωσάν υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριγμένα κάτω σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια σαν κομήτες

άλλα έμοιαζαν κανάτια
άλλα ήτανε σαν προβοσκίδες
κι άλλα έντυναν με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες κι ωραίες

έτσι
που πρέπει - ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη
 -
να παραβάλω την όλη κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν βάζεις το μάτι
βλέπεις ένα βαθύ πηγάδι
και στο βάθος ένα πουλί

[ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ από την ομότιτλη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου  και Εγγονόπουλος - Πουλικάκος - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής:   https://youtu.be/sKyril3oxt4 ]

 

 


Από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1939 ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

1.   Ο ΣΕΒΑΧ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ, Είναι η ψυχή μου συχνά ένα σοκάκι στη Μύκονο…

2.   ΓΥΨ και ΦΡΟΥΡΑ, Μύκονος Μυκήναι μύκητες…

3.   ΖΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, Καίω τα νιάτα μου που είναι κιθάρα…

4.   ΕΝΑΣ ΑΥΛΟΣ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΕΚΑΤΟΜΒΗΣ…

5.   ΑΛΕΞΙΒΡΟΧΙΑ, Από καιρό τώρα – κάθε νύχτα – έρχεται τακτικά

6.   ΡόΔΙΑ, Άκουσε τα δάκρυα πώς κυλούν

7.   Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, Σινώπη είναι το όνομα το επίσημο… και

8.   ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΕΛΜΠΑΣΣΑΝ, Σήμερα θα πω ταξιδιωτικές μου ετνυπώσεις

 

Ο ΣΕΒΑΧ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939)

είν’ η ψυχή μου συχνά

ένα σοκάκι στη Μύκονο

σαν αρχινάει να βραδιάζει

και πιάνουν οι γυναίκες

και τοποθετούν ερωτικά   χάμω στο δρόμο

σε σχήματα γεωμετρικά   μονότονα

όλο μπλε γυαλιά  -  μπλε ποτήρια   μπλε καράφες

πόθους μπλε

βιολιά   λουλούδια   χαλίκια

όλα από μπλε γυαλί –

μακριά απ’ τον ήλιο

πάνω στο χώμα   στο δρόμο

απ’ όπου πέρασε ο ήλιος

και δεν πρόκειται – άλλωστε –

να ξαναπεράσει πια

 

τότες είναι ακριβώς η ώρα

όπου κι εγώ περνώ απαλά το χέρι

στη βάση του κρανίου μου

και το βυθίζω απότομα – βαθιά –

μεσ’ στο κεφάλι μου

και τραβώ έξω το μυαλό μου

και στίβω ήρεμα τη φαιά μου ουσία

ανάμεσα στα δάχτυλά μου

 

κι όταν όλα τα υγρά χυθούν – χωρίς φωνές –

καταγής

μνήσκει μονάχα μέσα στην απαλάμη μου – και ζει –

ένα μικρό λουλούδι

που το ζητούσα από παιδί

και που μου χαϊδεύει το μέτωπο

με τα λευκά του χέρια

και μου μιλεί στοργικά

και μου λέει για τα όνειρα

που σφυρούν τη νύχτα

τόσο ήρεμα τόσο πονετικά – σα δάχτυλα σα δάκρυα –

μέσα στα ερείπια της Παλμύρας

μέσα στα νεκρά παλάτια της Βαβυλώνας

 

και μου λέει ακόμα

και για τη ζωή που ζω

ήσυχα ήρεμα

μέσα στο μεγάλο έρημο σπίτι – όλο από μπλε γυαλί –

εκεί όπου ζουν μόνο τα πουλιά

ολομόναχος ακίνητος

μέσα στα ηλεκτροφόρα σύρματα

της κοιλιάς ΤΗΣ

 

κι ενώ μαίνεται γύρω μου η καταιγίδα

και σκεπάζει το κατάστρωμα του έρμου καραβιού μου

η αγριεμένη θάλασσα

με τα πόδια γυμνά σκαρφαλώνω

στο πιο ψηλό κατάρτι

και κρατώ σφιχτά μέσα στα χέρια

ένα ποτήρι από μπλε γυαλί

 

-αυτά τα χέρια

το μέτωπό μου

που δεν το καιν τ’ αστροπελέκια κι οι αετοί –

κι είναι το μπλε το γυάλινο ποτήρι

αυτό ακριβώς

όπου έχω βάλει βαθιά μέσα  τα δυο μου χέρια

τα υγρά

που έπεσαν από τα δάχτυλά μου

το μικρό άσπρο λουλούδι

κι ακόμα ένα μικρό μακρύ γυαλί

μπλε ή ροζ – δε θυμάμαι –

όπου είναι απλούστατα

ΑΥΤΗ

……………………….

κι οι φωνές

ταράζουν τη νύχτα

σα φωνές   σαν άγρια μονωδία

με γυναίκειες κραυγές

τη συνοδεία – βέβαια –

πιάνου   βιολιού

ή και πλαγιαύλου

ακόμη

 

ΓΥΨ και ΦΡΟΥΡΑ

Μύκονος    Μυκήναι   μύκητες

τρεις λέξεις

όμως δυο μόνο φτερά

 

σαν ασβέστης

σαν γυναικεία παλάμη

που λάμπει μέσα στη νύχτα

σα σαρκοβόρο βιολί

 

κι ίσως  -  ακόμη  -

ωσάν τα γυάλινα τρυπάνια

μέσα στους λεπτούς

εγκεφάλους των ποιητών

 [από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939]

 

ΖΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ; (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ1939)

καίω τα νιάτα μου

που είναι κιθάρα

που είναι κινάρα

που είναι κινύρα

 

λέω το άθροισμα

που είναι Μερόπη

που είναι μετόπη

που είναι με τόπι

 

κλαίω τις θύμησες

σαν το κοράκι

σαν το Κοράνι

σαν το κοράλλι

 

κι είμ’ ο Μινώταυρος

μεσ’ στο σεντούκι

μεσ’ στο σεντόνι

μεσ’ στο σεντέφι

 

ΕΝΑΣ ΑΥΛΟΣ ΜΕΣ’ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΕΚΑΤΟΜΒΗΣ

Ο νεκρός «γληγορεί» μέσα στη σκοτεινή τραπεζαρία. Για να φτάσει κανείς ως εκεί πρέπει να περάσει από μιαν ατέλειωτη σειρά σεντούκια γιομάτα βουλοκέρια. Εκεί γιομίζουν τα χέρια του όλο στεφάνια με πολύχρωμα λουλούδια, που προορίζονται για τα κεφάλια των ποιητών. Αυτή είναι, άλλωστε, «η ποίησις του δάσους», με κεχριμπάρια και τυφλούς αυλούς σα φεγγάρια. Ο νεκρός «γληγορεί» και μετρά συνεχώς, ακούραστα: ένα, δύο, ένα, δύο. Όλη του η προσπάθεια είναι ένας ψηλός τοίχος, όλος κόκκινα τούβλα, με βουβή φωνή σάλπιγγος. Που και που ν’ ακουστεί κι ένα γέλιο, ή ακόμη, κι ένα τραγούδι, σα μαχαιριά, σαν τεφροδόχη. Άσκοπα, λέω τότες, άσκοπα περιπλανώμαι στις άδειες τρύπες των ματιών του. Τουλάχιστο, αν συνόδευε τις απεγνωσμένες μου κραυγές η αιολική άρπα της χαράς!.. Αν φύτρωνε στην άκρη, στο κάθε δάχτυλο των χεριών μου και μιαν ορτανσία!.. Ίσως τότες και να ήτανε δυνατό να μ’ εξορίζανε βαθιά, μέσα στα μουσικά λυχνάρια, μ’ ένα βαρύ τόπι υφάσματος, σα γέλιο παιδιού. Όμως, τίποτε… Τα πάντα εις μάτην. Ο νεκρός «γληγορεί» μόνος του μέσα στη σκοτεινή τραπεζαρία.

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939]

 

ΑΛΕΞΙΒΡΟΧΙΑ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939)

από καιρό τώρα  - κάθε νύχτα –

έρχεται τακτικά και με βασανίζει

και με σταυρώνει και με πληγώνει βαθιά

-θανάσιμα –

η λέξις «μπαϊράκι»

κι ανησυχώ

αγριεμένος

κι όλο ρωτάω

μα τι είναι τούτο πάλε

τι να σημαίνει άραγες

αυτή η καινούργια ταραχή

 

μήπως είναι

το μήνυμα

του θανάτου και της Χαράς

τίποτες

κανένα δώρο της θεάς Δήμητρας

μήπως είναι

λέω πάλε

αυτό που λεν «λοστός (ή λωτός) – ζωστήρ»;

 

ένας κεραυνός που έπεσε

μέσα σ’ ένα ποτήρι γάλα;

 

ή μήπως είναι

απλούστερα

τα κλιμακωτά πλοκάμια

μιας ιπποκάμπης που τραγουδά

μέσα στα πράσινα ανήλιαγα πάρκα του βορρά

με τις λευκές κολώνες

τον κουρνιαχτό των αγαλμάτων

και τη νεκρή κοπέλα

που αγαπούσαμε όλοι παράφορα – σαν λουλούδι –

και την ονομάζαμε

με την πονετική λέξη «παράθυρο»

όταν ήμαστε μικρά

πολύ μικρά παιδιά;

 

ΡόΔΙΑ – SO4H2

άκουσε τα δάκρυα πώς κυλούν

όμοια με δένδρα ασάλευτα

βουβά και έρημα

σαν πέφτει η νύχτα

 

κι όμως ο κήπος –λέω –

με τ’ αμέτρητα παράθυρα   ήταν απέραντος

κι οι πρασινάδες του

έφταναν κάτω κοντά στη θάλασσα

ακριβώς εκεί που αρχινά

η κίτρινη αμμουδιά

 

πάνω σ’ αυτή την κίτρινη αμμουδιά

είπαμε  - με φαίνεται –

τα πιο έμορφά μας τραγούδια

 

κι όμως εκεί

μας πετροβόλησαν

με πέτρες και βότσαλα

χουφτιές

 

και τα βότσαλα ήτανε

τα λευκά ερωτικά δόντια

των γυναικώνε π’ αγαπήσαμε

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939]

 

Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939)

Σινώπη είναι το όνομα  - το επίσημο –

της «Πόλεως – Σύννεφο»

της και «Πόλεως των Πυρκαίών» λεγομένης

που βρίσκεται κάπου κατά την Νότιον Αμερική.

 

η υδάτινη

και μάλλον ελληνιστικού πολιτισμού αυτή πόλις

αιωρείται στους ουρανούς

σαν σκυτάλη

και τοποθετείται ασφαλώς

από τους ειδικούς

άλλοτε μεν στη μέση ακριβώς

μιας ευθείας γραμμής

χαραγμένης ανάμεσα στο Μαρακαϊμπο

και στο Βαλπαράιζο της Χιλής

άλλοτε δε  ανάμεσα πάλι στο Μαρακαϊμπο και

στο Ελμπασσάν

 

εκεί

καθώς τα σπίτια είναι όλα καμωμένα από πυρκαγιές

οι κάτοικοι ζουν μέσα στις φλόγες

καίγονται συνεχώς

και ξαναγεννιούνται συνεχώς από την τέφρα τους

απαράλλαχτα όπως το πουλί φοίνιξ

 

εκεί ακριβώς

εγεννήθη – ως γνωστόν –

και ο μέγας έλλην ποιητής της αρχαιότητος

Αλέκτωρ

 

κατά την διάρκειαν ανασκαφών

ανευρέθη κάποτες αναμεσίς των ερειπίων

κι ένα παράξενο ποίημα – εκείνης της εποχής –

γραμμένο επί χάρτου κοινού

με σιδηρούς και χαλκούς αρμούς εναλλάξ

και μελάνην δακρύων

 

το ποίημα δε ήταν το εξής:

 

«ελάτε στου Λατίου τα ελάτια

να δείτε του δύτου την δίνην»

 

λόγω της παρουσίας της λέξεως

«δύτης»

το ποίημα απεδόθη – αρχικώς –

στον μέγαν Ισίδωρον Ducasseconte de Lautreamont

όπου έτυχε να κατάγεται από κείνα τα μέρη

 

κατόπιν  - όμως – ωρίμου σκέψεως

απεδόθη οριστικά – και αμετακλήτως πλέον –

σε κάποια γυναίκα λεγομένη

Ωραία Κυρία

γνωστοτέραν μάλλον υπό το ξενικόν αυτής όνομα

Bella Donna

 

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΕΛΜΠΑΣΣΑΝ

Ι

Σήμερα θα πω ταξιδιωτικές μου εντυπώσεις από την Αλβανίαν. Και πριν απ όλα, πρέπει να δηλώσω ότι δεν υπάρχει τίποτες ευκολότερο, τίποτες απλούστερο, από μια μετάβαση σ’ αυτήνα τη χώρα. Όμως είναι απαραίτητο να προσμένει κανείς, γι’ αυτό το σκοπό, τη γιορτή του Άι-Γιαννιού, το καλοκαίρι. Μόνο τότες, σα βραδιάξει, ο νοσταλγός  των μακρινών τόπων μπορεί, πηδώντας τις φωτιές, να βρεθεί σ’ όποια πόλη έχει ποτές επιθυμήσει.

Εγώ, κάποτες, μια μέρα οδυνηρής μοναξιάς, μια μέρα όπου είχα ζήσει μακριά από τα πουλιά, πήδηξα, σα βράδιασε, τις φωτιές που είχαν ανάψει σε μιαν οποιαδήποτε λαϊκή γειτονιά των Αθηνών, με το βαθύ πόθο της Αλβανίας μεσ’ στην καρδιά μου. Πήδηξα μια, πήδηξα δυο. Τίποτες. Την Τρίτη φορά βρέθηκα απότομα στο Ελμπασσάν.

ΙΙ

Το Ελμπασσάν είναι μια πόλις μεγάλη, όπου μπορώ να την περιγράψω λεπτομερέστατα λέγοντας για ένα τραγούδι – σε άγνωστη βέβαια γλώσσα – πάνω σε τρεις νότες που επανέρχονται ατέλειωτα, μονότονα, πάντα οι ίδιες, από το πρωί ίσαμε το βράδυ, στη φλογέρα που παίζει ο τυφλός επαίτης στη γωνιά του δρόμου.

Τα σοκάκια – στο Ελμπασσάν – είναι σ’ αφάνταστο βαθμό στενά, κι από κάθε μεριά υψώνονται τοίχοι γυμνοί, θεόρατοι, που φτάνουν κοντά, λες, στον ουρανό. Ούτε βλέπεις πουθενά κανένα πορτί, ούτε βέβαια κάνα κλαδί δένδρου να ξεπερνά.

ΙΙΙ

Τριγυρνούσα μέσα σ’ αυτή την πολιτεία με μεγάλη περιέργεια. Γαλήνη βασίλευε μεσ’ στην καρδιά μου και τραγουδούσα μάλιστα, ανάμεσ’ απ’ τα δόντια, κι ένα τραγούδι από τα παιδικά μου χρόνια.

Οι άνθρωποι που συναντούσα στο διάβα μου ήτανε κάτι ψηλοί φουστανελλοφορεμένοι, με φουστανέλλες μακριές ίσαμε καταγής. Το βήμα τους ήτανε αργό, «μεγαλόπρεπο - έλεγα – καθώς είναι πάντα στην Ανατολή». Άλλοι φορούσαν φέσια άσπρα στο κεφάλι κι άλλοι πάλι, μεγάλα τραγικά γυναικεία καπέλα με φτερά.

Όμως, ξάφνου, μι’ ανέκφραστη αγωνία πλάκωσε την καρδιά μου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν μάτια!. Τους είχα προσέξει: ήδη μ’ ανησυχούσε το βλέμμα τους!. Ο φόβος με σταμάτησε, με κάρφωσε, για κάμποσο, γι’ αρκετά,, εκεί, με εντελώς ακούνητο, δίχως μιλιά. Κι όταν μπόρεσα κάπως να κουνηθώ, να τρέξω, να καταλάβω τέλος πάντων, είδα με φρίκη, σαν πήρα το κατόπι τους, πως μόλις έστριβαν τη γωνιά, χανόντουσαν σαν όνειρο… Χανόντουσαν, για να ξαναφανερωθούν, πάλε, στην άλλη γωνιά, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, να συνεχίσουν ατάραχοι το απαίσιο σεργιάνι τους.

Καμιάν αμφιβολία δε χωρούσε πια. Μιαν ανήκουστη απάτη παιζόταν εις βάρος μου. Κατάλαβα πως είχα πέσει ανίδεο θύμα μιας αισχρής και τρομεράς πλεκτάνης. Αμέσως ανελογίσθην το μέγεθος του όλου σφάλματός μου, κάθισα χάμω και έκλαψα πικρά.

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΤΑ ΚΛΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 1939]

 

Το απελευθερωτικό μήνυμα του υπερρεαλισμού αγγίζει και τον Νίκο Εγγονόπουλο (1910-1985), ποιητή και ζωγράφο ή μάλλον πρώτα ζωγράφο και έπειτα ποιητή, όπως του άρεσε να δηλώνει. Στην πραγματικότητα ο Εγγονόπουλος λειτουργεί σύμφωνα με ένα μοναδικό τρόπο που δίνει ζωή και στις δύο εκδηλώσεις της τέχνης του, τουλάχιστον όσον αφορά γενικά τη διάθεση να προκαλεί· θέτει το ένα δίπλα στο άλλο σχήματα αντικειμένων ή λέξεις καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον απροετοίμαστο θεατή ή αναγνώστη. «Νομίζω ότι ο Εγγονόπουλος, σχολιάζει ο Σωτήρης Κακίσης  ζωγράφιζε για να δείξει πώς θα έπρεπε να διαβάζονται τα ποιήματά του... Σίγουρα, κάτι διαφορετικό απ' το να πεις, όπως έκαναν αρκετοί δοκιμιογράφοι, ότι ο Εγγονόπουλος απλώς «ζωγράφιζε τα ποιήματά του» (π.χ. διά της τυπογραφίας του) ή ότι οι δύο τέχνες, ζωγραφική και ποίηση, αποτελούσαν γι' αυτόν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η μία της άλλης…

Δευτέρα, 21 Δεκεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ